βαρκάρης

βαρκάρης
ο (θηλ. βαρκάρισσα, η)
ο ιδιοκτήτης της βάρκας ή αυτός που την κατευθύνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαρκάρης — ο θηλ. βαρκάρισσα ο ιδιοκτήτης της βάρκας: Πολλοί είναι βαρκάρηδες στα παραθαλάσσια χωριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • λεμβούχος — ο 1. ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης λέμβου, ο βαρκάρης 2. μεγάλη κεραία τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές τού πλοίου για την ανάρτηση λέμβου από αυτήν, αλλ. βαρδαλάντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κληρ ούχος,… …   Dictionary of Greek

  • Κάγες — (Kayes). Πόλη (78.400 κάτ. το 1998) του Mάλι, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (1.506.100 κάτ. το 1998). Η Κ., πρωτεύουσα της χώρας έως το 1908, είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του άνω ρου του Σενεγάλη, στο σημείο όπου ο ποταμός… …   Dictionary of Greek

  • πορθμέας — ο αυτός που περνά ανθρώπους και πράγματα από τη μια ακτή στην άλλη, αλλ. περάτης, βαρκάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”